Σχετικά με τα γεγονότα στις 10, 11 και 12 Φεβρουαρίου. Γιατί σε αυτό το τόπο η ιστορία γράφεται με πλάκες πεζοδρομίου…

Λίγες μέρες μετά την παραδοχή κυβερνητικών στελεχών για την αποτυχία του 1ου μνημονίου έρχεται η ψήφιση του 2ου. Με συνοπτικές διαδικασίες και με την γνωστή πια ρητορική του τρόμου για «το χρεοκοπημένο» αύριο, το ελληνικό κράτος μαζί με τους ευρωπαίους  «εταίρους» του βρήκαν τη «καλύτερη δυνατή  λύση» ψηφίζοντας ένα νομοσχέδιο που προβλέπει επιπλέον περικοπές, αυτή τη φορά, στον ιδιωτικό τομέα.

Μη έχοντας άλλη επιλογή η ΓΣΕΕ  και  η ΑΔΕΔΥ προκηρύσσουν, μέσα σε μια εβδομάδα,  3 απεργίες και μια συγκέντρωση. Ο φόβος να μην χαθεί το μεροκάματο, η απειλή της απόλυσης  αλλά και  το «ραντεβού»  της Κυριακής, που θα ψηφίζονταν τα μέτρα ήταν, ενδεχομένως, κάποιοι από τους λόγους  που  οι  απεργίες δεν είχαν την αναμενόμενη  συμμετοχή.

Η  κορύφωση των απεργιακών κινητοποιήσεων  έρχεται την Κυριακή 12 Φεβρουαρίου  στις 17:00  στο Σύνταγμα.  Ήδη μια ώρα  πριν η πρόσβαση στο κέντρο, με  τρένο,  καθίσταται αδύνατη λόγω των ασφυκτικά γεμάτων συρμών  και  η  μετακίνηση μέσα στους δρόμους και τα στενά της Αθήνας, από το Θησείο και την Ομόνοια μέχρι το Σύνταγμα και το Μοναστηράκι,  γίνεται με δυσκολία καθώς έχουν γεμίσει με εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου. Continue reading Σχετικά με τα γεγονότα στις 10, 11 και 12 Φεβρουαρίου. Γιατί σε αυτό το τόπο η ιστορία γράφεται με πλάκες πεζοδρομίου…

Προβολές 3-7 κ’ 10 Μάρτη των ταινιών της Αλίντας Δημητρίου και συζήτηση με θέμα οι γυναίκες στην αντίσταση.

Θα μπορούσε να θεωρηθεί καθαρά τεχνητή η προσπάθεια να απομονωθεί ο ρόλος των γυναικών σε μια σειρά ιστορικών γεγονότων. Ωστόσο υπάρχει ένας σοβαρός λόγος για τον οποίο η προσπάθεια αυτή πρέπει να γίνεται. Και ο λόγος είναι ότι οι ιστορικοί όταν γράφουν είτε για « ανθρώπους» είτε για «εργάτες» δεν αναφέρονται στις γυναίκες, τουλάχιστον στην ίδια έκταση με τους άντρες.

Μέσα σ’ έναν εχθρικό, πατριαρχικό κόσμο, η γυναικεία συνείδηση αιωρούμενη ξεκομμένη από τις ρίζες της, αναζητά απεγνωσμένα εκείνο που αποτέλεσε πάντα το πιο δυνατό κίνητρο των καταπιεσμένων: την πεποίθηση ότι η μοίρα τους δεν είναι απόρροια της φυσικής αναλλοίωτης τάξης των πραγμάτων, αλλά μια ιστορικά καθορισμένη κατάσταση που μπορεί να αλλάξει με την συνειδητή επέμβαση των ανθρώπων. Αλλά η ανθρώπινη ιστορία, στην οποία οι γυναίκες ψάχνουν να θεμελιώσουν μια τέτοια πεποίθηση, είναι η ιστορία των αντρών ή, στην καλύτερη περίπτωση, η ιστορία της ταξικής καταπίεσης -ποτέ όμως της έμφυλης. Η δική τους ιστορία δεν είναι γραμμένη. Η δική τους ιστορία δεν θα υπάρξει αν δεν την φέρουν οι ίδιες στο φώς.

Continue reading Προβολές 3-7 κ’ 10 Μάρτη των ταινιών της Αλίντας Δημητρίου και συζήτηση με θέμα οι γυναίκες στην αντίσταση.

Άμεση απελευθέρωση των προφυλακισμένων της 12ης Φλεβάρη και απόσυρση όλων των κατηγοριών. Διαρκείς-αυτοοργανωμένοι-χειραφετημένοι-ριζοσπαστικοί αγώνες για την γενικευμένη κοινωνική αυτοδιεύθυνση.

ΓΙΑ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ 12ης ΦΛΕΒΑΡΗ

Το προηγούμενο διάστημα της ψήφισης της δανειακής σύμβασης έλαβε χώρα από τα καθεστωτικά ΜΜΕ μια απίστευτης έντασης πλύση εγκεφάλου προκειμένου να πειστεί ο κόσμος να σκύψει το κεφάλι στις επιλογές των ντόπιων και ξένων αφεντικών και να αποδεχθεί τις νέες συνθήκες εξαθλίωσης που του επιβάλουν. Η κορύφωσή της προπαγάνδας αυτής έγινε με τις ομιλίες στη βουλή του πρωθυπουργού Παπαδήμου και των πολιτικών αρχηγών που στηρίζουν την κυβέρνηση των τραπεζιτών και των καναλαρχών. Το κύριο στοιχείο της επιχειρηματολογίας τους εστιάστηκε στο «τι θα πάθουμε αν δεν ψηφιστεί η δανειακή σύμβαση και χρεοκοπήσει η χώρα». Όλη αυτή όμως η κινδυνολογία δεν ήταν αρκετή για να κρατήσει τον κόσμο μακριά απ’ τους δρόμους.

Την Κυριακή 12 Φλεβάρη εκατοντάδες χιλιάδες κατέβηκαν στο κέντρο της πρωτεύουσας αψηφώντας έμπρακτα το ψευτοδίλλημα της κυριαρχίας «συναίνεση ή χρεοκοπία», την ίδια ώρα που οι αυτόκλητοι «σωτήρες», για πολλοστή φορά ετοιμάζονταν «να μας σώσουν». Η συγκέντρωση της Κυριακής ήρθε σε ευθεία αντιπαράθεση με τις κυρίαρχες πολιτικές του Κράτους και του Κεφαλαίου, οι οποίες, μέσα στα πλαίσια της υφιστάμενης συνολικής δομικής κρίσης του συστήματος οδηγούν στην εξαθλίωση τους εργαζόμενους αλλά και το μεγαλύτερο μέρος των κατώτερων λαϊκών στρωμάτων. Continue reading Άμεση απελευθέρωση των προφυλακισμένων της 12ης Φλεβάρη και απόσυρση όλων των κατηγοριών. Διαρκείς-αυτοοργανωμένοι-χειραφετημένοι-ριζοσπαστικοί αγώνες για την γενικευμένη κοινωνική αυτοδιεύθυνση.

Βιβλιοπαρουσίαση και συζήτηση το Σάββατο 14 Μαΐου στο χώρο του στεκιού στις 7μμ

Παρουσίαση του Βιβλίου "οι άνθρωποι που κύκλωσαν το άλφα" και συζήτηση με θέμα "η οργάνωση των αναρχικών και το ελευθεριακό οργανωτικό πρόταγμα σε περιόδους έντασης, πολεμικής προσπάθειας και καταστολής"

Εισήγηση για τη συζήτηση που θα ακολουθήσει την παρουσίαση του βιβλίου «Οι Άνθρωποι που Κύκλωσαν το Άλφα» η οποία θα πραγματοποιηθεί στις 14 Μαΐου 2011 στο στέκι Αντίπνοια στις 7μμ.

Η οργάνωση των αναρχικών και το ελευθεριακό οργανωτικό πρόταγμασε περιόδους έντασης, πολεμικής προσπάθειας και καταστολής

Αφορμή για τη συζήτηση που θα ακολουθήσει στάθηκε η δεύτερη έκδοση του βιβλίου «Οι Άνθρωποι που Κύκλωσαν το Άλφα» και η επιθυμία να εξεταστεί το υλικό του βιβλίου για ένα σκοπό διαφορετικό από τον προφανή της καταγραφής και ανάλυσης ενός μέρους της συλλογικής μας ιστορίας. Το πρωτότυπο υλικό, το οποίο εστιάζει στις συνθήκες της συντριβής του ελευθεριακού κινήματος της Ισπανίας, στις προσπάθειες αντίστασης και αντεπίθεσης σε ένα καθεστώς τρομοκρατίας, εγείρει, εκτός των άλλων, το ερώτημα του ελευθεριακού οργανωτικού προτάγματος, και δη σε περιόδους έντασης, πολεμικής προσπάθειας και καταστολής. Continue reading Βιβλιοπαρουσίαση και συζήτηση το Σάββατο 14 Μαΐου στο χώρο του στεκιού στις 7μμ

Η «αντεγκληματική πολιτική» και η κατασκευή της συναίνεσης ή το μαγικό ραβδί της Δημοκρατίας.

Αναδημοσίευση από το 3ο φύλλο της εφημερίδας μας.

Δεν θα βρισκόταν κανείς να διαφωνήσει, αν λέγαμε ότι η εξουσία δημιουργεί το πλαίσιο προστασίας της από τους εξουσιαζόμενους θεσπίζοντας νόμους, επιβάλλοντάς τους και περιφρουρώντας τους. Και δεν θα βρισκόταν κανείς να διαφωνήσει, απλούστατα γιατί το καθημερινό βίωμα αποδεικνύει ότι η ίδια η φύση του Νόμου είναι απροκάλυπτα προστατευτική για εκείνους που καρπώνονται τα οφέλη ενός εκμεταλλευτικού συστήματος και, ταυτόχρονα, αμείλικτα εχθρική απέναντι στους αποκλεισμένους και τις αποκλεισμένες, τους αντιστεκόμενους και τις αντιστεκόμενες. Αυτό το προφανές γεγονός της «ευλυγισίας» του Νόμου, δυνάμει βόμβα στα θεμέλια της «κοινωνικής γαλήνης», επιχειρείται συστηματικά να απαντηθεί από την κυριαρχία, άλλοτε με περισσότερη κι άλλοτε με λιγότερη επιτυχία, μέσω της χάραξης «αντεγκληματικών πολιτικών», δηλαδή πολιτικών που διακηρύσσουν την υποτιθέμενη πρόθεση της εξουσίας να «προστατεύσει τον πολίτη από το έγκλημα».  Πρόκειται για συνολικές πολιτικές που, κι αν παρουσιάζονται εστιασμένες στην «καταπολέμηση του εγκλήματος και την προστασία της κοινωνίας από αυτό», στην ουσία δεν είναι παρά η πολεμικής έντασης προσπάθεια αφενός καθορισμού των ορίων του επιτρεπτού μέσα σε ένα περιβάλλον εκμετάλλευσης και καταπίεσης και αφετέρου διαστρέβλωσης μιας πραγματικότητας, ικανής να πείσει και τους αφελέστερους για τις προθέσεις των αφεντικών, των κρατών, της εξουσίας συνολικά.

Φυσικά, ως εργαλεία διαχείρισης του κοινωνικού ανταγωνισμού που αναπτύσσεται στο εσωτερικό του συστήματος, οι αντεγκληματικές πολιτικές δεν εμφανίζονται πάντα με την ίδια μορφή ούτε και προωθούνται με τον ίδιο τρόπο. Οι  ανάγκες των κυριάρχων καθορίζουν τόσο την ένταση όσο και την έκταση που αυτές καλούνται να λάβουν, ανάλογα με τη συγκυρία μέσα στην οποία θεσπίζονται, και, παρά το γεγονός ότι ο βασικός άξονας που τις διατρέχει μπορεί να συνοψιστεί στις λέξεις «Ησυχία, Τάξη κι Ασφάλεια», οι τρόποι με τους οποίους επιχειρείται να παγιωθούν κοινωνικά παρουσιάζουν κατά καιρούς τεράστιες αποκλίσεις.

Έτσι, κι αφού κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων χρόνων το μοντέλο της παραδοσιακής Δεξιάς απέδειξε ότι δεν διαθέτει τα ιδεολογικά εργαλεία που θα το καθιστούσαν ικανό να διαχειριστεί μια βαθιά κρίση –εκτεινόμενη πολύ πέρα από το οικονομικό πεδίο, σε σημείο που να αμφισβητείται πλέον συνολικά η πολιτική και θεσμική νομιμοποίηση του ίδιου του συστήματος- , τη θέση του ήρθε να πάρει εκ νέου η δοκιμασμένη εναλλακτική της ελληνικού τύπου σοσιαλδημοκρατίας. Καθώς η κοινωνική πόλωση βαθαίνει όλο και περισσότερο, η Δημοκρατία προσπαθεί με κάθε μέσο να κατασκευάσει μια ισχυρή συναίνεση, που θα της επιτρέψει να ξεπεράσει την κρίση της διαλύοντας τις αντιστάσεις της κοινωνίας.

Ο καλύτερος δυνατός τρόπος για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο είναι η επιστράτευση της πολιτικής διγλωσσίας, της μεταστροφής των εννοιών και της απογύμνωσης των λέξεων από το νόημά τους. Και, μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, επιλέχθηκε ως καταλληλότερος αντιπρόσωπος του νέου πολιτικού δόγματος ένας ημιπαράφρων σε παραλήρημα μεγαλείου, που όμως μπορούσε να παρουσιάζεται ως μετριοπαθής, δημοκράτης, δίκαιος και εργατικός. Δεν θα πρέπει να θεωρηθεί τυχαίο το γεγονός ότι μία από τις πρώτες μέριμνες του νέου κυβερνητικού σχήματος ήταν η μετονομασία διαφόρων υπουργείων, και κυρίως αυτού της Δημόσιας Τάξης, το οποίο, σε μια κυνική επίδειξη αδιαφορίας για το κοινό αίσθημα -που δικαίως κατατάσσει τους υπαλλήλους του στην κατηγορία των δολοφόνων-, θα ονομάζεται πια «Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη»! Όπως επίσης δεν θα πρέπει να θεωρηθεί τυχαίο ότι τόσο ο νέος πρωθυπουργός όσο και ο νέος «Προστάτης του Πολίτη» αφιέρωσαν κάποιες από τις πρώτες τους δηλώσεις στον αντιεξουσιαστικό χώρο, λέγοντας, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι οι αντιεξουσιαστές τους είναι πολύ συμπαθείς, και γι’ αυτό θα πρέπει να τους βοηθήσουν να απαλλαγούν από τους «χούλιγκαν που έχουν παρεισφρήσει στις τάξεις τους». Ήδη αυτή η ανατριχιαστική απόπειρα εξωραϊσμού της επερχόμενης κρατικής βίας ήταν αρκετή για να δημιουργήσει ένα κλίμα ευφορίας στους μεγάλους δημοσιογραφικούς οργανισμούς, που έσπευσαν να επικυρώσουν την ούτως ή άλλως παραδοσιακή τους συμμαχία με το ΠΑ.ΣΟ.Κ και να αναλάβουν να διακηρύξουν τη γνωστή «ανάγκη για Τάξη και Ασφάλεια». Εν τω μεταξύ, κι ενώ ο «Προστάτης του Πολίτη» προβαίνει σε συνεχείς, ανώδυνες εξαγγελίες (για σύλληψη των ηθικών αυτουργών της επίθεσης στην Κ.Κούνεβα, για προστασία των μεταναστών, για πάταξη της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας, για «κάθαρση» της αστυνομίας από ακροδεξιά στοιχεία  κ.τ.λ.), ταυτόχρονα επικηρύσσει –και αναδεικνύει σε Νο1 κίνδυνο για τη Δημοκρατία- 3 φυγόδικους αναρχικούς που κατηγορούνται για μια ληστεία τράπεζας, αλλά και συνεχίζει το κυνήγι μαγισσών που ξεκίνησε με την εισβολή των μπάτσων σε ένα σπίτι στο Χαλάνδρι και τη μετατροπή του σε «γιάφκα» από τους δημοσιογράφους. Παράλληλα, η κρατική βία αγγίζει νέα επίπεδα, όπως διαφάνηκε και από την πρωτοφανή αστυνομική κατοχή των πόλεων τον Δεκέμβρη του 2009, κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων για τον ένα χρόνο από τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου και την εξέγερση. Τέλος, η αναγκαιότητα για ανάκτηση του εδάφους που χάθηκε με την εξέγερση του Δεκέμβρη, διαχέεται στην κοινωνία μέσα από τις συνεχείς αναφορές στην «αύξηση της εγκληματικότητας» και την «ανεπάρκεια της αστυνόμευσης». Ο στόχος προφανής: η κατασκευή ενός κλίματος ακραίας ανασφάλειας και απειλής που, σε συνδυασμό με την ούτως ή άλλως υπάρχουσα ανασφάλεια που γεννά η οικονομική κατάσταση του κράτους, θα πείσει και τους πιο μαχητικούς να εγκαταλείψουν οποιαδήποτε προσπάθεια διεκδίκησης των αυτονόητων και να υποταγούν στους εκβιασμούς της εξουσίας.

Ιδιαίτερη θέση μέσα σ’ αυτή τη συνθήκη καταλαμβάνουν οι μετανάστες, οι κατεξοχήν αποκλεισμένοι του Δυτικού Κόσμου. Η νέα πολιτική διαχείριση ανέλαβε τα καθήκοντά της υποσχόμενη «δικαιοσύνη και σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και επιρρίπτοντας ευθύνες στους προκατόχους της για «υπόθαλψη ρατσιστικών φαινόμενων». Η αποφασιστική της κίνηση σχετικά με το μεταναστευτικό ζήτημα ήταν ο σχεδιασμός ενός νομοσχεδίου που προβλέπει την παροχή της ελληνικής ιθαγένειας στους επί μακρόν διαβιούντες στη χώρα και στους μετανάστες δεύτερης γενιάς, καθώς και τη χορήγηση δικαιώματος ψήφου στις δημοτικές εκλογές για τις παραπάνω κατηγορίες μεταναστών. Το νομοσχέδιο επέτρεψε στο μεγαλύτερο κομμάτι της Αριστεράς να διασκεδάσει τις εντυπώσεις που δημιουργεί η χρόνια απραξία της και να δηλώσει συμπαράσταση στις -κυβερνητικές πια- «δυνάμεις της προόδου», κλείνοντας τα μάτια και τα αυτιά στις δηλώσεις του γνωστού «Προστάτη», που καθιστά με κάθε ευκαιρία σαφές ότι το αγγελικά πλασμένο νομοσχέδιο θα συνοδεύεται από «μηδενική ανοχή στη λαθρομετανάστευση», πράγμα που σημαίνει ότι το τίμημα για την «ελληνοποίηση» ενός μετανάστη θα είναι η θανατική καταδίκη πολλών χιλιάδων που θα πνιγούν στο Αιγαίο, θα ανατιναχθούν στα ναρκοπέδια του Έβρου ή θα επιστρέψουν σε χώρες κατεστραμμένες από την επέμβαση της Δύσης. Κι ενώ η Αριστερά προσφέρει χωρίς δεύτερη σκέψη τη συναίνεσή της, πολυπόθητη για την κυβέρνηση καθώς παρουσιάζεται ως συναίνεση όλων των αντιστεκόμενων, το νομοσχέδιο αποτελεί και το προνομιακό πεδίο για την ανάπτυξη μιας ακροδεξιάς πολιτικής ατζέντας. Όλο το φάσμα του εθνικιστικού συρφετού, από τους γραφικούς θαυμαστές του Αδωνίδος Γεωργιάδη ως τους Χίτες-χούφταλα του Στόχου και τους νεοναζί της Χρυσής Αυγής έχουν συσπειρωθεί πίσω από σύνθημα «Έλληνας γεννιέσαι-δεν γίνεσαι», καλώντας σε πόλεμο κατά των μεταναστών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ρίσκο είναι καλά υπολογισμένο από τους επιτελικούς σχεδιαστές της κυβερνητικής πολιτικής, προκειμένου να προβληθεί ότι, παρά τις «ακραίες φωνές» που μοιραία θα ακούγονται από τα περιθώρια του πολιτικού φάσματος, η Δημοκρατία παρέχει τη βέλτιστη λύση, έχοντας στο πλευρό της όλες τις προοδευτικές δυνάμεις.

Το τελευταίο χρονικό διάστημα, με αφορμή το νομοσχέδιο για τους μετανάστες, έχει ξεκινήσει μια μεγάλη κουβέντα για το τι πρέπει να γίνει με τους μετανάστες και το αν πρέπει κάποιοι (πολύ λίγοι έτσι κι αλλιώς) να πάρουν την ελληνική ιθαγένεια και το δικαίωμα ψήφου. Όμως η ουσία της κουβέντας δεν βρίσκεται ούτε στην «κουτσή» και περιορισμένης εμβέλειας ελευθερία, που τάζει το νομοσχέδιο, ούτε στα εθνικιστικά – φασιστικά – ρατσιστικά παραληρήματα κάθε υπερπατριώτη.

Το νομοσχέδιο αποτελεί τη φυσική συνέχεια όλων των διωγμών που υπέστησαν οι μετανάστες όλο το προηγούμενο διάστημα με αποκορύφωμα το καλοκαίρι του 2009 (και οι οποίοι συνεχίζονται μέχρι και τις σοσιαλιστικές μέρες μας) και που έλαβαν χαρακτηριστικά εθνοκάθαρσης, καθώς όποιος ήταν μελαψός αντιμετώπιζε και αντιμετωπίζει επιχειρήσεις-σκούπα, βασανιστήρια στα τμήματα, δολοφονίες στα σύνορα και τις πόλεις, εξευτελισμούς και ό,τι άλλο περιλαμβάνει το οπλοστάσιο του κρατικού και παρακρατικού μηχανισμού και του κάθε παρατρεχάμενου φασιστάκου. Μετά τη τρομοκρατία και τις απελάσεις, το ελληνικό κράτος νομιμοποιεί ένα μικρό κομμάτι μεταναστών και ταυτόχρονα θέτει σε χειρότερη θέση όσους έχουν καταφέρει να επιζήσουν της ζεστής ελληνικής φιλοξενίας.

Οι μετανάστες δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα ακόμα κοινωνικό κομμάτι, το οποίο εξαιτίας της δυσμενούς οικονομικής και κοινωνικής του κατάστασης, καθώς και της δυσκολίας επικοινωνίας λόγω της διαφορετικής γλώσσας και κουλτούρας, βιώνει καθημερινά ένα πλέγμα κοινωνικών αποκλεισμών, με συνέπεια να καθίσταται έρμαιο στις ορέξεις κάθε μικρού και μεγάλου αφεντικού. Ας μην ξεχνάμε ότι είναι οι άνθρωποι οι οποίοι έχτισαν με το ίδιο τους το αίμα το όραμα της μεγάλης Ελλάδας των Ολυμπιακών Αγώνων και τροφοδότησαν με πολύ χρήμα τα ασφαλιστικά ταμεία, αλλά και ότι ήρθαν εδώ εξαιτίας της λεηλασίας των χωρών τους από την καπιταλιστική Δύση, μέρος της οποίας είναι και η Ελλάδα (άλλωστε, ο Ελληνικός Στρατός με προθυμία ανέλαβε δράση στο κατεχόμενο από το ΝΑΤΟ Αφγανιστάν). Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι η ελληνοποίηση ενός μικρού αριθμού μεταναστών, που ούτως ή άλλως γεννήθηκαν και ζούνε σε αυτόν το τόπο, δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από ένα επικοινωνιακό τρικ της νέας πολιτικής διαχείρισης, το οποίο στην ουσία κατοχυρώνει, για τα επόμενα χρόνια, τους πιο επαχθείς όρους εκμετάλλευσης και καταπίεσης για το μεγαλύτερο κομμάτι των μεταναστών. Ταυτόχρονα, το ΠΑΣΟΚ ευελπιστεί το νόμιμο κομμάτι να αποτελέσει και δεξαμενή ψήφων, στα πρότυπα των χιλιάδων ελληνοποιήσεων  που είχε κάνει η προηγούμενη κυβέρνηση, ενώ το ίδιο το κόστος της διαδικασίας ελληνοποίησης (με το οποίο, φυσικά, βαρύνονται οι «υποψήφιοι Έλληνες») θα αποφέρει χιλιάδες ευρώ στα κρατικά ταμεία. Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι δεν είναι σημαντικά τα δικαιώματα που θα πάρουν κάποιοι μετανάστες (ακόμα και για την ίδια την επιβίωσή τους), αλλά προφανώς είναι πολύ λίγα και έρχονται για να κρύψουν τα αιματοβαμμένα σύνορα, τις απελάσεις, την μηδαμινή χορήγηση ασύλου, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και όλα αυτά που αποτελούν την μεταναστευτική πολιτική του ελληνικού κράτους.

Το διακύβευμα, λοιπόν, δεν είναι το ποίος είναι Έλληνας, αλλά ποίος είναι εκμεταλλευόμενος, καταπιεσμένος και έχει συνείδηση της θέσης του. Το ζήτημα δεν είναι αν έχεις δικαίωμα να διαλέξεις τους διαχειριστές της ζωής σου, αλλά αν έχεις τη δυνατότητα να διαχειριστείς ο ίδιος τη ζωή σου. Τη στιγμή, λοιπόν, που από τη μεριά του κράτους εντείνονται συνεχώς οι όροι εκμετάλλευσης και καταπίεσης, κι ενώ οι μηχανισμοί προπαγάνδας προσπαθούν να μας επιβάλουν ένα σωρό διαχωρισμούς (για το χρώμα του δέρματος, για τους προνομιούχους, για τα μισθολογικά ρετιρέ, για τους χαρτοπαίκτες αγρότες του Κολωνακίου, για, για…), το ζητούμενο είναι η κοινωνική νομιμοποίηση των μεταναστών και κάθε αποκλεισμένου και, ταυτόχρονα, η ανάπτυξη της ταξικής και κοινωνικής αλληλεγγύης μεταξύ των κοινωνικών κομματιών που επιλέγουν να αντισταθούν και να βγουν στο δρόμο. Οφείλουμε να μην  επιτρέψουμε να κερδίσει έδαφος η γνωστή τακτική του «διαίρει και βασίλευε», την οποία εφαρμόζει από πολύ παλιά η «νέα» σοσιαλιστική πολιτική διαχείριση. Ντόπιοι και μη να σταθούμε ο ένας δίπλα στον άλλο, απέναντι στο Κράτος και το Κεφάλαιο, αναγνωρίζοντας ότι οι καταπιεσμένοι και οι εκμεταλλευόμενοι δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτα μεταξύ μας.

Παγκόσμια οικονομική κρίση, το ελληνικό Βατερλό και η επιταγή της συναίνεσης.

Αναδημοσίευση από το 3ο φύλλο της εφημερίδας μας.

Μια λέξη μονοπωλεί εδώ και ένα χρόνο τις συζητήσεις, από τα καφενεία και τα τηλεοπτικά πάνελ μέχρι της λέσχες των θινκ τανκ και τα συμβούλια των ισχυρών αυτού του κόσμου. ΚΡΙΣΗ, αποτέλεσμα της κατάρρευσης  ενός μέρους του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος όπως παρουσιάζεται. Η κρίση όμως δεν είναι κάτι καινούργιο για τον καπιταλισμό. Ο αντιφατικός χαρακτήρας του καπιταλιστικού συστήματος είναι αυτός που οδήγησε σε αυτή αλλά και σε όλες τις άλλες, μικρές ή μεγάλες, ιστορικά. Στην ουσία η κρίση είναι  η υπερσυσσώρευση κεφαλαίων και η αδυναμία κινητικότητάς τους, γεγονός που μεταφράζεται σε πάγωμα των αγορών και, επί της ουσίας, σε κρίση της αναπαραγωγής των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων (με τον όρο καπιταλιστικές σχέσεις εννοούμε τις σχέσεις που διαμορφώνονται και εξαρτώνται από το καπιταλιστικό σύστημα, όπως σχέση εργάτη – αφεντικού, παραγωγού – καταναλωτή). Μέχρι στιγμής, το σύστημα έχει καταφέρει να βγει λίγο-πολύ αλώβητο από τις κατά καιρούς ρηγματώσεις του, και αυτό όχι βέβαια αναίμακτα, είτε μέσω πολέμων (κατά κύριο λόγο) είτε μέσω της εξάπλωσης των αγορών, με τη λεηλασία των πλουτοπαραγωγικών πηγών της καπιταλιστικής περιφέρειας.

Ανεξάρτητα όμως με τη φύση και τις αιτίες της κρίσης, αυτή δεν αποτελεί τίποτε άλλο από το όχημα στα χέρια κράτους και κεφαλαίου για την όξυνση της επίθεσης στις κοινωνίες. Μια σειρά μέτρων που παρουσιάζονται σαν σχέδιο εξόδου από αυτήν, αφορούν τη διάσωση των κερδών και συνάμα την αύξηση του πλούτου των μεγάλων αφεντικών του πλανήτη. Έτσι, εντείνεται η αφαίμαξη των εργαζομένων μέσω της εντατικοποίησης και της διεύρυνσης του μοντέλου επισφαλούς εργασίας, με μειώσεις μισθών, μαζικές απολύσεις και κλεισίματα επιχειρήσεων και εργοστασίων, αποδόμηση των υπολειμμάτων του κοινωνικού κράτους και των κεκτημένων των εργαζομένων.

Εκτός της πολυσυζητημένης οικονομικής κρίσης, η κυριαρχία καλείται να αντιμετωπίσει μια συνολικότερη κρίση στο εσωτερικό της καπιταλιστικής μηχανής. Μεγάλα κοινωνικά κομμάτια στέκονται πλέον από αδιάφορα έως κριτικά, ακόμη και εχθρικά απέναντι σε θεσμούς, άξιες και ιδεολογήματα που αποτέλεσαν κατά καιρούς στηρίγματα του καθεστώτος.

Ιστορικά, στον αντίποδα των οικονομικών κρίσεων και γενικότερα των περιόδων ανέχειας, διευρυμένης καταπίεσης και εκμετάλλευσης το σύστημα έβρισκε τις απαντήσεις του μέσω νέων ή παλιών ιδεολογημάτων (εθνική ακεραιότητα, εσωτερική ασφάλεια, εθνική ανάπτυξη, εθνικό όραμα…) και μέσω της ενίσχυσης της πίστης των υπηκόων του σε θεσμούς όπως η δικαιοσύνη, η θρησκεία, η πατρίδα, η οικογένεια, το κράτος, κτλ. αλλά και μέσα από πολιτικές οι οποίες στήριζαν την αύξηση της κρατικής παρεμβατικότητας, προτάσσοντας το κοινωνικό κράτος και υποσχόμενες καλύτερες συνθήκες διαβίωσης.

Μέσα στη δίνη της παγκόσμιας κρίσης,  η ελληνική οικονομία τραβάει και αυτή τα δικά της ζόρια. «Είμαστε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας», μας λένε, «αν δεν αφανίσουμε το δημόσιο χρέος θα μας αφανίσει αυτό», προσθέτουν, και καταλήγουν ότι όλοι μαζί πρέπει να συστρατευθούμε και να κάνουμε θυσίες μπροστά στην νέα Μεγάλη Ιδέα, αυτή της διάσωσης της εθνικής Οικονομίας. Οι θυσίες που επικαλούνται οι ντόπιοι κυρίαρχοι δεν απέχουν διόλου από τα μέτρα που παίρνονται παγκοσμίως. Προσφάτως, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε στο πλαίσιο του προγράμματος σταθερότητας μεταξύ άλλων το πάγωμα των μισθών των δημοσιών υπαλλήλων, τη μείωση των επιδομάτων κατά 10% και την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, όπως επίσης και την αύξηση των έμμεσων φόρων  Εξαθλίωση, ανασφάλεια, ανέχεια και αλλά πολλά είναι τα συμπαραμαρτούντα των θυσιών που «πρέπει» να κάνουμε. Αλλά ποιοι είναι αυτοί και ποιοι εμείς που καλούμαστε να θυσιαστούμε στο βωμό του νέου εθνικού συμφέροντος; Από τι μια το κράτος και τα μεγάλα αφεντικά (τραπεζίτες, βιομήχανοι, εφοπλιστές και λοιποί), αυτοί δηλαδή που δημιουργούν την κρίση, και από την άλλη όλοι εμείς, άνεργοι, εργαζόμενοι, προλετάριοι ντόπιοι και ξένοι, νεολαίοι, κοινωνικά αποκλεισμένοι και καταπιεσμένοι που βιώνουμε καθημερινά την άκρατη συνθήκη καταπίεσης και εκμετάλλευσης από αυτούς, στην δουλειά αλλά και σε κάθε πτυχή της ζωής μας, και καλούμαστε να πληρώσουμε τις δικές τους επιλογές. Οι υπεύθυνοι αυτού του συστήματος, οι λεηλατήτες της γης και των ζωών μας  καλούν να «αγωνιστούμε» μαζί, στο όνομα μιας ψευδεπίγραφης κοινής εθνικής ταυτότητας, για να υπηρετήσουμε για ακόμα μια φορά τα συμφέροντά τους, δηλαδή τη διαιώνιση του πλούτου και της κυριαρχίας τους.

Το σημερινό αδιέξοδο βασίζεται στην αδυναμία του συστήματος από τη μια να βρει στηρίγματα σε θεσμούς και άξιες και από την άλλη να αποπροσανατολίσει την κοινωνία μέσω εναλλακτικών σχεδιασμών για τη σωτηρία της ανθρωπότητας και του πλανήτη. Τα στηρίγματα του παρελθόντος φαντάζουν πλέον περισσότερο σαθρά από ποτέ στα μάτια μιας κοινωνίας, η οποία μέσα στη δίνη της γενικότερης κατάρρευσης των σταθερών της και της εντεινόμενης ανασφάλειας σε όλα τα επίπεδα παλινδρομεί ανάμεσα στη ριζοσπαστικοποίηση και την συντηρητικοποίηση, τους φόβους που προκύπτουν από την αποτίναξη των αλυσίδων της και την αναγκαιότητα για το καινούργιο.

Το ελληνικό κράτος δεν είναι απ’ έξω από αυτό το παιχνίδι. Η δεινή θέση της υπό κατάρρευση οικονομίας, οι επερχόμενες αντιδράσεις στα νέα μέτρα, τα οποία οδηγούν σε όξυνση της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης, η φτώχεια και η εξαθλίωση, η έξαρση των φαινόμενων παραβατικότητας μέσα σε περιβάλλον συνεχώς εντεινόμενης οικονομικής ανέχειας και πάνω απ’ όλα η εξέγερση του Δεκέμβρη, η οποία κατέδειξε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι τα πάντα μπορούν να αλλάξουν και ότι το όραμα μιας άλλης κοινωνίας δεν είναι ουτοπία -αντιθέτως ουτοπία είναι να πιστεύει κανείς ότι ο κόσμος του καπιταλισμού μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει- ρίχνουν βαριά τη σκιά τους πάνω στο καθεστώς της Δημοκρατίας. Το ίδιο το καθεστώς,από τη μεριά του, προσπαθεί ανεπιτυχώς να μας πείσει ότι αποτελεί τη μοναδική λύση, λαμβάνοντας όλο και περισσότερο διαστάσεις ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος. Η προηγούμενη κυβέρνηση δεν κατάφερε να ανταπεξέλθει στις παραπάνω προκλήσεις και, λειτουργώντας σε ένα συντηρητικό πλαίσιο, το μόνο που πέτυχε ήταν να οξύνει τους διαχωρισμούς και να ρίχνει συνεχώς λάδι στις φωτιές της κοινωνικής ανυπακοής.

Η αλλαγή της πολιτικής διαχείρισης το περασμένο Φθινόπωρο δεν σήμανε -και δεν θα μπορούσε να σημάνει- και την αλλαγή του τρόπου επίλυσης των προβλημάτων, καθώς τα διάφορα κόμματα δεν αποτελούν τίποτε άλλο από πολιτικούς διαχειριστές ενός συστήματος, που πρωταρχικό σκοπό έχει την αύξηση των κερδών του κεφαλαίου και την διαιώνιση της εξουσίας του. Η αλλαγή φρουράς έφερε απλώς και την αλλαγή στη ρητορεία που συνοδεύει τους τρόπους επιβολής των σχεδιασμών του κράτους, σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Η σοσιαλδημοκρατία ήρθε για να διαχειριστεί τις αναταράξεις στην κοινωνία, με βασικό της όπλο την προπαγάνδα, η οποία παρουσιάζει από την μια ένα ανθρωπιστικό και προοδευτικό προσωπείο και από την άλλη χτυπάει, λοιδορεί και προσπαθεί να καταστείλει με κάθε μέσο ό,τι αντιστέκεται στα σχέδια της. Το βασικό τους εργαλείο είναι η γνωστή λαϊκή ρήση «μαστίγιο και καρότο», δηλαδή η με κάθε τρόπο επιβολή της συναίνεσης, έστω και φαινομενικά. Έτσι λοιπόν, καταλαβαίνουμε ότι η καταστολή και η προπαγάνδα, η οποία προσπαθεί να μας πείσει ότι η πραγματικότητα είναι αυτή των δελτίων ειδήσεων, αποτελούν τα τελευταία στηρίγματα ενός καθεστώτος που δεν έχει πλέον τίποτα άλλο να προσφέρει και να υποσχεθεί πέρα από μιζέρια, θάνατο, καταπίεση, εξαθλίωση, εκμετάλλευση και καταστροφή.

Απέναντι λοιπόν στην ολομέτωπη επίθεση του κράτους και του κεφαλαίου στην κοινωνία, δεν έχουμε να υποσχεθούμε τίποτε άλλο πέρα από την όξυνση του κοινωνικού και ταξικού πολέμου, μέσα από αυτοοργανωμένους αγώνες, με όπλο την αλληλεγγύη μεταξύ των καταπιεσμένων και των εκμεταλλευόμενων.

ΑΠΕΡΓΙΕΣ – ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ – ΜΠΛΟΚΑ – ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΙΣ – ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ

ΑΥΤΟΟΡΓΑΝΩΣΗ – ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ


Εκδήλωση για τη θεσμική/οικονομική κρίση, τις παρακαταθήκες του Δεκέμβρη, την καταστολή και την αφομοίωση

Για σήμερα το απόγευμα, στις 7 μ.μ., είναι προγραμματισμένη στο χώρο του στεκιού μας εκδήλωση με θέμα “οικονομική/θεσμική κρίση, παρακαταθήκες του Δεκέμβρη, αφομοίωση και καταστολή”.

Παρακάτω παραθέτουμε την εισήγηση της εκδήλωσης:

Οικονομική/θεσμική κρίση

Τους τελευταίους μήνες μία λέξη μονοπωλεί τα δελτία ειδήσεων, τις εκπομπές, τις εφημερίδες, τα στόματα όλων των ειδικών κάθε είδους, από τους οικονομολόγους μέχρι τους κοινωνιολόγους, από τους «ευαισθητοποιημένους πολίτες» μέχρι τον πρόεδρο του ΣΕΒ. ΚΡΙΣΗ. Κρίση στην οικονομία, κρίση στην κοινωνία, κρίση, κρίση, κρίση.

Τι σημαίνει λοιπόν κρίση και σε ποιο σημείο μας αγγίζει πέρα από την εισβολή του κάθε δημοσιογράφου στο σαλόνι μας; Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια υπερπληθώρα δανείων και υπερκατανάλωσης. Χωρίς τα δάνεια ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν θα μπορούσε να αγοράσει ούτε τα πιο βασικά είδη διατροφής. Κατ’ επέκταση η παραγωγή θα έμενε στα ράφια και επομένως τα αφεντικά δεν θα μπορούσαν να εισπράξουν την υπεραξία που αποσπάνε από τους εργαζόμενους-εκμεταλλευόμενους μέσω της μισθωτής σκλαβιάς. Πρόκειται για απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας.

Σε αυτό το σημείο έρχονται τα δάνεια (τα οποία αποτελούν ψεύτικο χρήμα το οποίο δημιουργούν οι τράπεζες, μέσω πιστώσεων και υποσχέσεων), για να δώσουν λύση στο αδιέξοδο του καπιταλισμού. Η υπερπαραγωγή ψεύτικου (πλαστικού όπως ονομάζεται εξαιτίας του υλικού που είναι φτιαγμένες οι πιστωτικές κάρτες) χρήματος, το οποίο δεν έχει αντίκρισμα ή το αντίκρισμα (οι εγγυήσεις π.χ. ένα ακίνητο) έχει χάσει την αξία του, μαζί με την αδυναμία αποπληρωμής των δανείων δημιουργεί την κρίση στο χρηματοοικονομικό σύστημα. Έτσι λοιπόν σήμερα το τραπεζικό και άρα το χρηματοοικονομικό σύστημα φτάνει σε αδιέξοδο, δηλαδή σε κρίση. Κρίση, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ένα αδιέξοδο του καπιταλισμού.

Έτσι λοιπόν, απλά θα μπορούσαμε να πούμε, τα αγαθά ακριβαίνουν, οι μισθοί παραμένουν σταθεροί (άρα μικραίνει η αξία των μισθών καθώς μικραίνει η αγοραστική τους δύναμη), η διάθεση των δανείων συναντά τα όριά της, καθώς οι δανειολήπτες δεν τα αποπληρώνουν, άρα οι στρόφιγγες του ψεύτικου χρήματος, με το οποίο κινείται αποκλειστικά η αγορά τα τελευταία χρόνια, κλείνουν ή στενεύουν πάρα πολύ. Άρα τι έχουμε; Οικονομική κρίση η οποία οφείλεται στον δομικό λίθο του καπιταλισμού, δηλαδή τη μόνιμη επιδίωξη για κέρδος.

Κρίση είναι και θα περάσει, θα έλεγε κάποιος με βάση τα ιστορικά δεδομένα. Κι όπως παλιότερα, έτσι και σήμερα ο καπιταλισμός προσπαθεί να μετακυλήσει το κόστος και τα χαμένα κέρδη του στους εργαζόμενους, μειώνοντας το κόστος παραγωγής, δηλαδή το κόστος της εργασίας. Γεγονός το οποίο επιτυγχάνεται ή επιδιώκεται, καθώς εντείνεται η εκμετάλλευση και η καταπίεση. Βλέπουμε λοιπόν το τελευταίο διάστημα κράτος και αφεντικά να ξανά οργανώνουν την μισθωτή σκλαβιά θεσμοθετώντας την ελαστικοποίηση της εργασίας, αυξάνοντας τα όρια συνταξιοδότησης, προχωρώντας σε απολύσεις, μειώνοντας τους μισθούς, αναγκάζοντας σε διαθεσιμότητα εργαζόμενους και γενικότερα καταργώντας εργατικά και ασφαλιστικά κεκτημένα. Όλα τα αυτά αποτελούν μέρος της επίθεσης, το οποίο κινείται στο «νόμιμο» πλαίσιο, που ίδιοι, φυσικά, έχουν ορίσει. Σε όλα τα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε την μαύρη εργασία, τις απλήρωτες υπερωρίες, την εργοδοτική τρομοκρατία, τις μειωμένες ασφαλιστικές εισφορές, τις κλεμμένες αποζημιώσεις, τα δώρα, τις άδειες… Όμως, όπως πολύ καλά γνωρίζουν και τα ίδια τα αφεντικά, σήμερα τα μέτρα αυτά, μπορούν απλώς να δώσουν μια παράταση χρόνου, καθώς συγκρατούν μεν σταθερά ή αυξάνουν πρόσκαιρα τα κέρδη τους, ταυτόχρονα όμως μειώνουν την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων. Την πολυπόθητη, λοιπόν, λύση απέναντι στην κρίση αναζητάει ο καπιταλισμός κυρίως μέσω της πολυδιαφημισμένης πράσινης ανάπτυξης. Όπως κατά το παρελθόν οι πόλεμοι χρησίμεψαν, για να καταστραφούν οι παραγωγικές δυνάμεις και μετά οι ίδιοι οι καπιταλιστές να τις ξαναφτιάξουν ώστε να υπάρξει κίνηση των κεφαλαίων. Έτσι και σήμερα όλα πρέπει να καταστραφούν και να ξαναφτιαχτούν, σύμφωνα, όμως, με τα σύγχρονα οικολογικά πρότυπα. Οι κυρίαρχοι, δηλαδή αυτοί που ευθύνονται για την οικολογική καταστροφή του πλανήτη, παρουσιάζονται τώρα ως οι εγγυητές του μέλλοντος της γης και της ανθρωπότητας. Παρουσιάζουν τις μπίζνες τους και την επιδίωξη τους για κέρδος, ως τη δικιά μας σωτηρία.

Η οικονομία έχει φτάσει κι άλλες φορές σε σημεία καμπής και οι δυσκολίες ή και τα αδιέξοδα ξεπεράστηκαν. Οι λύσεις δόθηκαν από τους πολιτικούς διαχειριστές του κεφαλαίου μέσω των θεσμών. Σήμερα όμως αυτό δεν φαντάζει εφικτό καθώς το κράτος και οι θεσμοί του περνούν (να το πούμε ακόμα μια φορά) κρίση. Κρίση νομιμοποίησης, αποδοχής, εμπιστοσύνης, γεγονός που οφείλεται σε παράγοντες ιστορικούς, πολιτικούς, κοινωνικούς, τοπικούς. Σε αυτά τα δεδομένα πρέπει να προσθέσουμε την καταστροφή του κοινωνικού ιστού, της κοινότητας (π.χ. της γειτονίας), από τον ίδιο τον καπιταλισμό, ώστε να μπορεί να εκμεταλλευτεί και να απομυζήσει περισσότερο το απομονωμένο, από κάθε συλλογικότητα (κοινωνική, πολιτική, εργατική) πλέον, άτομο. Το οποίο μόνο του και αποκαμωμένο από τον αδυσώπητο και εντέλει μάταιο αγώνα, για οικονομική και κοινωνική ανέλιξη, έχει καταντήσει ένα κενό κουφάρι, χωρίς καμία εμπιστοσύνη στον εαυτό του (σκοπός επιδιωκόμενος) και σε κάθε κοινότητα. Αυτό προσπάθησε και σε μεγάλο βαθμό το κατάφερε, ο καπιταλισμός τόσο μέσω της αντίληψης «ο καθένας για τη πάρτη του», της εξατομίκευσης, της απομόνωσης, της διασποράς φόβων (οι οποίοι βρήκαν γόνιμο κοινωνικό έδαφος) και ανασφάλειας, όσο και μέσω άλλων, πιο πρακτικών, σχεδιασμών όπως της πολεοδομίας (μικρά κλουβιά-διαμερίσματα). Βέβαια σε αυτό το σημείο οφείλουμε να πούμε ότι ιστορικά πολλές φορές όλα τα παραπάνω έχουν οδηγήσει σε ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς και στην ενίσχυση του κράτους και των μηχανισμών του. Στη σημερινή συγκυρία, όμως, φαίνεται να συμβαίνει το αντίθετο, όλο και περισσότεροι άνθρωποι δυσπιστούν πια στους θεσμούς. Από τη δικαιοσύνη μέχρι την τοπική αυτοδιοίκηση, από την εκπαίδευση μέχρι τις δημόσιες υπηρεσίες η έλλειψη εμπιστοσύνης είναι διάχυτη και ευρέως παραδεκτή.

Παρακαταθήκες του Δεκέμβρη

Αυτή η πραγματικότητα διανθισμένη με πολλή απελπισία από την πλευρά «των από κάτω», είναι αυτή μέσα από την οποία προήλθε η έκρηξη του Δεκέμβρη, αφορμή για την οποία αποτέλεσε η δολοφονία του συντρόφου Αλέξη. Μια έκρηξη η οποία δεν αποζητούσε και δεν αιτούνταν τίποτα, μιας και τίποτα δεν μπορούσε να αλλάξει μια απελπιστική καθημερινότητα, για ένα ολοένα αυξανόμενο κομμάτι του πληθυσμού. Έτσι ο Δεκέμβρης ήρθε να καταστρέψει κάθε σύμβολο ενός κόσμου, που το μόνο που μπορεί να προσφέρει είναι εκμετάλλευση, μιζέρια, καταπίεση, φτώχεια, εξαθλίωση. Ενώ ταυτόχρονα όπως συμβαίνει με κάθε έκρηξη, γεννήθηκε το καινούργιο, το οποίο αν η καταστροφή προήλθε από την απελπισία, αυτό προήλθε από την αμφισβήτηση. Αμφισβήτηση της αξιοπιστίας όχι μόνο των θεσμών, των κυριαρχικών σχέσεων και των δομών αλλά και των μέσων, των δράσεων και των τρόπων οργάνωσης των ίδιων των αγώνων. Μια αμφισβήτηση η οποία δημιούργησε το κοινωνικό έδαφος πάνω στο οποίο άνθισαν η αντιιεραρχία, η αυτοοργάνωση, η άμεση δράση, οι ανοιχτές συνελεύσεις, οι συλλογικές αδιαμεσολάβητες ριζοσπαστικές αντιστάσεις. Λογικές και επιλογές αγώνα, οι οποίες πέρα από την αντανάκλαση τους στο δρόμο βρήκαν και το συλλογικό τους έδαφος στα αυτοοργανωμένα εγχειρήματα τα οποία γεννήθηκαν μετά το Δεκέμβρη. Καταλήψεις κτιρίων που πραγματοποιούνται από λαϊκές συνελεύσεις σε διάφορες γειτονιές της Αθήνας, πάρκα και δημόσιοι χώροι που καταλαμβάνονται από κατοίκους ενάντια στα «αναπτυξιακά» σχέδια δημάρχου και εργολάβων, κτίρια στο κέντρο της Αθήνας τα οποία καταλαμβάνονται από κόσμο, που συναντήθηκε και ζυμώθηκε τις μέρες που ακολούθησαν την 6η Δεκεμβρίου.

Καταστολή και αφομοίωση

Μπροστά σε αυτά τα εγχειρήματα, το κράτος πράττει όπως ξέρει, και όπως οφείλει στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού καθεστώτος, δηλαδή χρησιμοποιώντας όλους τους κατασταλτικούς μηχανισμούς που διαθέτει.

Η παρουσία τους γίνεται πιο φανερή, πιο δριμεία και πιο αυξημένη τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα το 2002 (με την εξάρθρωση της 17 Νοέμβρη και του ΕΛΑ) και το 2004 (Ολυμπιακοί Αγώνες) και στοχεύει στην υιοθέτηση μέτρων κοινωνικού ελέγχου πιο κοντά στο πλαίσιο της «Ευρώπης» και του ιδεολογήματος της ασφάλειας. Στην ουσία, συνιστούν μια σκληρή επίθεση εναντίον των κοινωνικών αγώνων. Από τη μια, η νομοθεσία συνεχώς εξελίσσεται και αντιμετωπίζει τις κοινωνικές συγκυρίες, όπως του Δεκέμβρη (με αφορμή τη «βία»), ως ευκαιρίες για να ποινικοποιήσει τους αγώνες, από την άλλη τα ΜΜΕ, υποκρινόμενα ότι παίρνουν μια «ουδέτερη»/ «αποστασιοποιημένη» θέση, δεν κάνουν άλλο από το να εγκληματοποιούν τις δομές και τις πράξεις των αντιστεκόμενων, καθώς και να διαχέουν τον φόβο στην κοινωνία. Επιπλέον, στο όνομα της «ασφάλειας» και της κοινωνικής ειρήνης, συγκροτούνται νέα σώματα μπάτσων που στρατοπεδεύουν στο κέντρο της πόλης, και η παρουσία σωμάτων καταστολής ενισχύεται στους δρόμους.

Και πώς μεταφράζεται αυτό στο Δεκέμβρη; Όλα ξεκινούν με την καθεστωτική δολοφονία του Αλέξη, που αναγκαστικά την κρίνουμε ως την πιο ακραία, αν και όχι σπάνια, έκφανση της καταστολής, που έχει ως αποτέλεσμα τα επόμενα γεγονότα. Τα ΜΜΕ καταγγέλλουν μεν τη δολοφονία, αλλά παρουσιάζουν το γεγονός σαν μεμονωμένο περιστατικό και παράλληλα καλούν το κράτος να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τη «βία», διαστρεβλώνοντας την ουσία των γεγονότων. Δίνουν έτσι πάτημα, με πρόσχημα την «αγανάκτηση» της κοινής γνώμης (όχι όμως τόσο «κοινής» όσο συνήθως), στην κατασταλτική δραστηριότητα, στις πολυάριθμες συλλήψεις που ακολουθούν, προσπαθώντας να τρομοκρατήσουν τον κόσμο με σκοπό οι τελευταίοι να γυρίσουν πίσω στα σπίτια τους. Στο πλαίσιο του εκφοβισμού εντάσσεται και η φημολογία για την κήρυξη της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, καθώς και η εφαρμογή του αντιτρομοκρατικού νόμου σε αρκετές περιπτώσεις (περισσότερες σε ένα μήνα από το σύνολο των τελευταίων χρόνων για πολιτικές υποθέσεις). Το ζήτημα των κουκουλοφόρων, όπως αυτό αναδεικνύεται από την κυριαρχία, έρχεται να ενισχύσει το παραπάνω κλίμα, θέτοντας ψευτοδιλήμματα περί νόμιμου και παράνομου, και ουσιαστικά αποσκοπώντας στην απονοηματοδότηση δράσεων και πρακτικών. Καλεί την κοινωνία να επιλέξει ή την υπεράσπιση της κοινωνικής ειρήνης, ως ανώτερο αγαθό, ή το πεδίο της «καταστροφής», αποσιωπώντας, φυσικά, ότι πρόκειται για μία συνολική καταστροφή του status quo, δηλαδή μία άρνηση των παραδοσιακών θεσμών και της υπακοή σε αυτούς. Μία άρνηση και επίθεση (περισσότερο ή λιγότερο συνειδητή, χωρίς να έχει αυτό ιδιαίτερη σημασία) που παράλληλα επιλέγει διαφορετικές δομές, χωρίς διαμεσολαβητές σε οποιοδήποτε επίπεδο. Αυτή η στάση, είτε προέρχεται από τους αντιστεκόμενους, είτε από τα πιο περιθωριοποιημένα κομμάτια της κοινωνίας (π.χ. μετανάστες), συνιστά μία εχθρική λογική και πράξη απέναντι στο κράτος, που έτσι επιτίθεται δυναμικά, προσπαθώντας να επιβάλλει μέτρα κοινωνικού ελέγχου προς το συμφέρον του (μέτρα που αργά ή γρήγορα θα εμφανίζονταν).

Το σχέδιο καταστολής όμως δεν σταματάει εδώ. Μετά το Δεκέμβρη υπάρχει αλλαγή στο σώμα των υπουργών, όπως στην περίπτωση του Υπ. Εσωτερικών, όπου ο Μαρκογιαννάκης υιοθετεί μία καινούρια στρατηγική που αφορά στη μηδενική ανοχή και που ασφαλώς είναι βασισμένη στην τρομοκράτηση: στις πορείες που ακολουθούν, τον Ιανουάριο, η παρουσία των μπάτσων στους δρόμους είναι στρατιωτικού τύπου, και το επίπεδο σύγκρουσης που επιλέγουν αυξάνεται ποσοτικά και ποιοτικά. Παράλληλα με αυτό, υπάρχει εξέλιξη στις μεθόδους και στη νομοθεσία ενάντια στους «κουκουλοφόρους» καθώς και η διάχυτη και απεγνωσμένη ανάγκη για επίδειξη δύναμης, τόσο με την συγκρότηση της «ετοιμοπόλεμης» ομάδας Δ όσο και με τις εξαγγελίες για χρήση αύρων και άλλου επιθετικού εξοπλισμού.

Είναι, ασφαλώς, αναμενόμενο ότι μέσα και μετά από την δεκεμβριανή εξέγερση το σύνολο των κοινωνικών αγώνων και οι νέες δομές που δημιουργήθηκαν βρίσκονται στο στόχαστρο του κράτους και των κατασταλτικών του μηχανισμών, σε μία προσπάθεια να ανακτηθεί το χαμένο έδαφος. Εννοείται επίσης ότι σε αυτή την προσπάθεια επιστρατεύονται όχι μόνο τα επίσημα μέσα και εργαλεία της αστικής δημοκρατίας, όπως αυτά αναφέρονται παραπάνω αλλά και τα ανεπίσημα-παρακρατικά μέσα, που καλούνται, ενίοτε, να επιτελέσουν το «άκομψο έργο» του εκφοβισμού και συνεπώς της καταστολής. Οι παρακρατικές δυνάμεις, που κατά την διάρκεια της εξέγερσης δεν κατάφεραν να υπάρξουν, εμφανίζονται μετά το Δεκέμβρη με μία χειροβομβίδα στο στέκι μεταναστών. Η πράξη αυτή, εκτός της συμβολικής επιλογής του χώρου είχε ως σκοπό να προκαλέσει το θάνατο και επομένως να στείλει ένα σαφέστατο μήνυμα τόσο στους εξεγερμένους όσο και στην περιοχή των Εξαρχείων.

Μέσα στο πλαίσιο της σύγκρουσης της κυριαρχίας και των ριζοσπαστικών κοινωνικών ομάδων, εμφανίζεται μια άλλη επικίνδυνη διαδικασία, μακροχρόνιου και πολυδιαφημιζόμενου χαρακτήρα, η οποία, αν και δεν εντάσσεται άμεσα στους σχεδιασμούς καταστολής, ωστόσο λειτουργεί απόσυμπιεστικά, «απορροφώντας τους τριγμούς» της κοινωνίας. Χρησιμοποιώντας το ιδεολόγημα της «κοινωνίας των πολιτών» επιδιώκεται η πλήρης αφομοίωση και εν τέλει η αποδυνάμωση των κοινωνικών αγώνων. Τι σημαίνει αυτό; Με το θρίαμβο της δημοκρατίας και της ιδεολογίας της, η εξόντωση των «εσωτερικών εχθρών» ξεπερνάει τη φυσική της διάσταση (στρατιωτικού τύπου διαχείριση από την πλευρά του κράτους) και επιλέγει μια στρατηγική πιο προσεκτική και όχι τόσο φανερή, που έχει ως στόχο την απονοηματοδότηση του λόγου και της πράξης των κοινωνικών αγώνων, εντάσσοντάς τους στο πλαίσιο του δημοκρατικού καθεστώτος και αποστειρώνοντάς τους από τα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά τους. Πρόκειται για ένα μοντέλο που έχει δοκιμαστεί και έχει πετύχει στα κράτη της δυτικής Ευρώπης (πχ στη Γαλλία, σαν ακραίο παράδειγμα) τις τελευταίες δεκαετίες, με το σύνολο της αριστεράς (από τη σοσιαλδημοκρατία μέχρι την εξωκοινοβουλευτική αριστερά) σαν κύριο φορέα αυτής της διαδικασίας.

Γενικά, αλλά ολοφάνερα από το Δεκέμβρη, ο ΣΥΡΙΖΑ (και όχι μόνο) προωθεί ένα συγκεκριμένο λόγο: μια «δυναμική», με όρους θεάματος, παρουσία στους δρόμους, παράλληλα με την αποκήρυξη της «βίας», ενώ παρουσιάζει τους διάφορους αγώνες, που ουσιαστικά εστιάζουν στην εκ βάθρων ανασυγκρότηση των δομών και της κοινωνίας ως «μερικούς» με όρους αφομοίωσης. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται ο έλεγχος από τις δομές του ίδιου του κράτους και γεννάται μια καινούργια πίστη σε μια «εφικτή εναλλακτική» δημοκρατία. Προωθείται έτσι το πρόσωπο του «ενεργού πολίτη», που από τη μία ξελαφρώνει το κράτος από δικές του δουλειές (μέσω πρωτοβουλιών που καμιά σχέση δεν έχουν με προτάγματα όπως η αυτοοργάνωση, η αντίσταση ή η αλληλεγγύη, αλλά μιας διαστρεβλωμένης εκδοχή τους) και από την άλλη δυναμώνει της δομές του και τελικά την ουσία του.

H παρακαταθήκη του Δεκέμβρη, σε επίπεδο γειτονιών (Κυψέλη, Εξάρχεια, Φιλαδέλφεια, Πετράλωνα, Μπραχάμι κα), εκφράζεται μέσα από διάφορα εγχειρήματα συλλογικών και αδιαμεσολάβητων δράσεων. Σε αυτό το σημείο οφείλουμε να διαφυλάξουμε τον χαρακτήρα των αγώνων μας από τον κίνδυνο να ενσωματωθούν και τελικά να ατονήσουν ή να κατασταλούν. Και αν χαθεί ο χαρακτήρας και η δόμηση των αγώνων, πλησιάζοντας τον χαρακτήρα και τους θεσμούς της κυριαρχίας, οι αγώνες μας θα πάψουν να είναι τέτοιοι, για να γίνουν μια τραγική παρωδία των ίδιων και ταυτόχρονα μια ενίσχυση της υπάρχουσας κυριαρχίας.

Εγχειρήματα τα οποία ξεπετάχτηκαν μέσα από τις φωτιές της εξέγερσης και, ανεξάρτητα από την σύνθεσή τους, προτάσσουν την άμεση και αδιαμεσολάβητη δράση μέσα από συλλογικές, αντιιεραρχικές και αυτοοργανωμένες διαδικασίες. Προτάγματα που έρχονται σε ρήξη με τις λογικές ανάθεσης των υποθέσεων που μας αφορούν σε κάθε είδους ειδικούς, πολιτικούς, επιτροπές, κόμματα. Μακριά από δίπολα διαχωρισμού νομίμου ή παράνομου. Διαδικασίες μέσα από τις οποίες οι άνθρωποι επανέκτησαν την χαμένη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.

Η εισήγηση της εκδήλωσης σε μορφή pdf βρίσκεται εδώ.

Διάσπαρτες ιδέες για μία κουβέντα πάνω στο ζήτημα των ζώων

“Διάσπαρτες ιδέες για μία κουβέντα πάνω στο ζήτημα των ζώων”, από την πρωτοβουλία των συντρόφων και συντροφισσών οι οποίοι επεξεργάστηκαν και διοργάνωσαν το 2ήμερο εκδηλώσεων στις 4 και 5 Απριλίου στο χώρο του στεκιού.

Ας κάνουμε μια άσκηση: ας ρίξουμε μια μάτια γύρω μας και ας προσπαθήσουμε να δούμε τη σχέση του ανθρώπου με την υπόλοιπη φύση. Ας παρατηρήσουμε για παράδειγμα τη σχέση με τα υπόλοιπα ζώα. Ποια είναι η κυριαρχούσα λογική; Δίχως αμφιβολία ο άνθρωπος ασκεί ένα άμεσο και έμμεσο έλεγχο πάνω στη φύση, και τα αποτελέσματα αυτού του ελέγχου αποτυπώνονται τόσο στην φύση όσο και γενικότερα στις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Ο σκοπός μας είναι να κάνουμε μια εισαγωγή του θέματος της εκμετάλλευσης των ζώων στο πλαίσιο των κοινωνικών αγώνων. Σύντροφοι και συντρόφισσες από άλλα μέρη του κόσμου ασχολούνται με το θέμα εδώ και πολλά χρόνια, δίνοντας μια συστηματική μάχη που ξεπερνάει τα όρια των συμβολικών ή των «συναισθηματικών» δράσεων, όντας μια πολιτική υπόθεση που δεν πρέπει να αποσιωπηθεί στο πλαίσιο των αγώνων ενάντια στην κυριαρχία και στην εξουσία. Το «ζήτημα των ζώων» είναι μέρος του ευρύτερου ζητήματος ,που αφορά την Φύση, και περιλαμβάνει θέματα όπως αυτά της ανάπτυξης, των δημόσιων χώρων, των μεταλλαγμένων, της βιοτεχνολογίας γενικότερα όπως και επίσης και άλλα, για τα οποία υπάρχει μια μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση και μια πιο συγκεκριμένη συζήτηση στον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο. Για το θέμα της εκμετάλλευσης των ζώων δεν έχει υπάρξει ενδιαφέρον στο ελλαδικό χώρο, τόσο εξ αιτίας συνηθειών με βαθιές ρίζες στην ελληνική κοινωνία όσο και σαν αντίδραση απέναντι σε μη-αγωνιστικές στάσεις όπως εκείνες που αναπτύσσονται από κάποιες οικολογικές ομάδες χωρίς πολιτικό υπόβαθρο (ή με απλό ρεφορμιστικό χαρακτήρα) είτε από μια λανθασμένη αντίληψη ότι το ζήτημα των ζώων είναι «χίπι».

Ό,τι σέρνεται σ’αυτήν τη γη εξουσιάζεται με χτυπήματα

Είναι για αυτό που αποφασίσαμε να κάνουμε αυτήν τη συζήτηση με σκοπό να εμπλουτίσουμε, τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά, τον αγώνα ενάντια στην κάθε μορφής εξουσία, χωρίς πρόθεση να προτείνουμε λύσεις, τις οποίες άλλωστε δεν έχουμε. Έχουμε, όμως, την διάθεση να προωθήσουμε και να αναπτύξουμε μια ανάλυση των ριζών της εκμετάλλευσης των ζώων και της σχέσης της με την ιστορική εξέλιξη και τις επικρατέστερες μορφές ανθρώπινης οργάνωσης που υπάρχουν στις μέρες μας και βασίζονται ακριβώς στον έλεγχο και στη συνεχή στέρηση της ελευθερίας σε όλες τις μορφές της. Ο αγώνας για το ζήτημα των ζώων είναι μέρος της αντίστασης ενάντια στην λογική του Κεφαλαίου και του Συστήματος στο σύνολο του, σύμφωνα με την οποία «ό,τι σέρνεται σ αυτήν τη γη εξουσιάζεται με χτυπήματα» (Os Cangaceiros). Προφανώς αυτό εφαρμόζεται σε όλα τα ζώα, που κατοικούν τη γη, και αν ακολουθήσουμε τα ίχνη αυτής της εξουσίας στην ιστορία μπορούμε να αντιληφθούμε τη στενή σύνδεσή της με την εμφάνιση των κοινωνικών ιεραρχιών που εξουσίασαν επίσης την πλειοψηφία των ανθρώπων μέσα σε ένα καταπιεστικό σύστημα.

Ο χαρακτήρας της ανθρώπινης παρέμβασης στην Φύση

Το να αρχίσουμε την συζήτηση πάνω στο ζήτημα της εξουσίας πάνω στα ζώα προυποθέτε
ι μία θεωρητική συζήτηση πάνω στη θέση του ανθρώπου μέσα στην Φύση. Αυτή η προσπάθεια θέλει πολύ χρόνο, και είναι από μόνη της ένα ολόκληρο θέμα. Εμείς θέλουμε προς το παρόν να βάλουμε κάποιους άξονες που είναι απαραίτητοι για να ξεκινήσει μια συζήτηση για το θέμα των ζωών, και προς αυτή την κατεύθυνση επικεντρώνουμε το ενδιαφέρον μας , μη ξεχνώντας όμως και αυτό το ευρύτερο πλαίσιο.
Κατά πρώτο θα πρέπει να επισημάνουμε τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα ή όχι του ζητήματος. Είναι δύσκολο, και μάλλον, ανούσιο, να μην είναι οι προσεγγίσεις μας από μια ανθρώπινη προοπτική, επειδή αυτή είναι η φύση μας. Αλλά αυτή η προοπτική δεν πρέπει να εκληφθεί σαν θέμα ανωτερότητας. Δηλαδή, θεωρούμε πως ο άνθρωπος είναι κάτι διαφορετικό από την φύση; Πως η εξέλιξη του έχει διαφορετικές κατευθύνσεις από το σύνολο του περιβάλλοντος; Ή αντίθετα όλα τα ζώα είναι ισότιμα και ο άνθρωπος είναι απλά ένα άλλο είδος από αυτά;

Η χριστιανική παράδοση μας λέει ότι ο άνθρωπος παραμένει πάνω από την Φύση. Ο Ανθρωπισμός (απόρροια έτσι κι αλλιώς του Χριστιανισμού) έχει την τάση να παρουσιάζει το θέμα με τον ίδιο τρόπο, ήδη από την εμφάνιση του στην περίοδο της Αναγέννησης και με ειδική έμφαση μετά την εμφάνιση των αστικών συστημάτων με την Γαλλική Επανάσταση. Από τότε, με την ιδεολογία του Διαφωτισμού, με τον άνθρωπο σαν βασικό αντικείμενο και υποκείμενο ανάλυσης, υπάρχει ένα ολοκληρωτικό σύστημα που επικρατεί μέχρι και σήμερα.

Κατά δεύτερο είναι το ζήτημα της τεχνολογικής ανάπτυξης. Οι ανθρώπινες κοινότητες βρίσκονται σήμερα σε ένα τεχνολογικό επίπεδο ανώτερο, τόσο σε ποσότητα όσο και σε ποιότητα, αναφορικά με οποιαδήποτε άλλη ιστορική εποχή. Βλέποντας αυτό το γεγονός, αντιλαμβανόμαστε δυο πράγματα: από την μια πλευρά πως αυτή η τεχνολογική ανάπτυξη πατάει άμεσα και ωμά στην Φύση (σαν πλαίσιο και περιβάλλον) και από την άλλη ότι, μαζί με άλλους παράγοντες έχει σαν συνέπεια την αντίληψη ότι η Φύση είναι στην υπηρεσία του ανθρώπου, σαν να ήταν άλλο ένα προϊόν, ένα εμπόρευμα.

Υπάρχει διαφορά μεταξύ της χρησιμοποίησης της Φύσης και της επιβολής των εξουσιαστών μοντέλων πάνω σε αυτή. Όλα τα ζωντανά όντα που διαμορφώνουν την Φύση την χρησιμοποιούν , με την έννοια ότι παίρνουν απ αυτή τους πόρους για την επιβίωση (συνήθως με μετριοπάθεια και μ ένα στοιχείο αμοιβαιότητας). Το ίδιο έκανε και ο άνθρωπος στις πρωτόγονες κοινότητες. Το πρόβλημα ξεκινάει, ιστορικά, με την υπερεκμετάλλευση.

Οταν ο άνθρωπος άρχισε την διαδικασία της συσσώρευσης πέρα από τα αναγκαία , με άμεσο αποτέλεσμα και στις μορφές ανθρωπινής οργάνωσης (καταμερισμός της δουλειάς π.χ)., δημιουργώντας μαζί με άλλους παράγοντες το υπόστρωμα για τις κοινωνικές διαφορές.

Τίθεται το ερώτημα αν η εξουσία πάνω στα ζώα προέρχεται από την ίδια πηγή με την εξουσία πάνω στους ανθρώπους;

Ιστορική ανάλυση

Σήμερα στον κόσμο του Κεφαλαίου, είναι πιο φανερές από ποτέ οι ωμές μορφές εκμετάλλευσης, ο έλεγχος των ελευθερίων, τόσο των ανθρώπων όσο και των υπόλοιπων όντων στην γη. Αλλά μια ανάλυση πάνω στο θέμα της εμφάνισης των εξουσιαστών φαινομένων μας οδηγεί αναμφίβολα σε εποχές προγενέστερες του καπιταλισμού. Το ίδιο γίνεται και με τα ζητήματα τα σχετικά με την εκμετάλλευση και την υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων και των ζώων. Και έτσι μπορούμε να τολμήσουμε να υποθέσουμε πως οι εμπειρίες, από κάποια στιγμή και μετά, ανθρώπων και ζώων είναι συνδεμένες σε αυτή την ολοκληρωτική πορεία.

Στην αρχή όπως φαίνεται ο HOMO SAPIENS, οργανώνεται σε κοινότητες κυρίως τροφοσυλλεκτικές, που τρέφονται επίσης με νεκρά ζώα. Από κάποια στιγμή αρχίζει η εξέλιξη του κυνηγιού, παρόλο που στα προϊστορικά χρόνια δεν αποτελούσε την βάση της διατροφής.

Με την εξέλιξη του κυνηγιού ενισχύεται τώρα ο διαχωρισμός της δουλειάς με βάση το φύλο (ο άνδρας κρατάει το μονοπώλιο του κυνηγιού, ενώ η γυναίκα πιέζεται να κάνει άλλες δουλειές), γεγονός που ενισχύει τις βάσεις των πατριαρχικών κοινωνιών. Επίσης υπάρχουν ενδείξεις από τα πολύ παλιά χρόνια του συμβολικού συνδυασμού του κυνηγιού με κάποιες ελίτ, σαν δείγμα της κυριαρχίας του ανθρώπου (του άνδρα) πάνω στην φύση.

Επίσης από τα νεολιθικά χρόνια ξεκινάει μια σημαντικότατη διαδικασία: η εξημέρωση, των φυτών με την εμφάνιση της γεωργίας και των ζώων με την κτηνοτροφία, που σηματοδοτεί την αρχή της ανθρωποποίησης του περιβάλλοντος. Σαν συνέπεια, εμφανίζονται οι έννοιες της ιδιοκτησίας και των αξίων ανταλλαγής, με τα ζώα να αποτελούν την κυριότερη αξία. Το ζώο δεν είναι πλέον ζωντανός οργανισμός αλλά ένα εμπόρευμα. Έτσι ξεκινάει η λογική του κέρδους, που οδηγεί σε εξουσιαστικά μοντέλα (στην αρχή όχι σε όλους τους ανθρώπους επειδή είναι κάτι ενάντια στην φύσης τους, αλλά μόνο στις αριστοκρατικές σφαίρες), ενάντια στην φυσική λογική της επιβίωσης.

Είναι περίπλοκο το θέμα των ιστορικών στοιχείων, αλλά το σημαντικό είναι ότι προφανώς μπορεί να λειτουργήσει ένα σύστημα που δεν θα βασίζεται στην εκμετάλλευση των ζώων, ό,τι και να γινόταν σε κάποιες παλιότερες εποχές. Είναι επίσης φανερό ότι τα μονοπάτια της εκμετάλλευσης των ζώων οδηγούν στην ενίσχυση της κάθε εξουσίας. Είναι γεγονός ότι από την αρχαιότητα κάποιοι άνθρωποι ή ομάδες ανθρώπων εναντιώθηκαν σε αυτή την μορφή εκμετάλλευσης διότι την αντιλαμβανόντουσαν σαν μια παρέκκλιση και σαν μέθοδο νομιμοποίησης της εξουσίας από τις κυριαρχούσες αριστοκρατίες (π.χ. Πυθαγόρας).

Όπως είδαμε με την λογική του κέρδους ξεκινάει η υπερεκμετάλλευση της Φύσης, όπου περιλαμβάνεται σε αυτή και η πλειοψηφία των ανθρώπων (εκτός των κυριάρχων αριστοκρατών). Αρχίζει επίσης η εμπορευματοποίηση της ζωής, τόσο των ζώων όσο και των ίδιων των ανθρώπων.

Η επίθεση του Κεφαλαίου

Η λογική του καπιταλισμού βασίζεται στο κέρδος και για να το καταφέρει ψάχνει τρόπους για να περιορίσει τις δυνατότητες του ανθρώπου (της ελευθερίας του σε κάθε επίπεδο) που μετατρέπεται σε εξαναγκασμένο εκτελεστή αυτών των διαδικασιών για όφελος άλλων. Γενικότερα όλα προσφέρονται για να αποφέρουν κέρδος και με αυτή την αντίληψη της εμπορευματοποίησης κάθε μορφής ζωής, δημιουργείται μια διαδικασία μηχανοποίησης για να διευκολυνθούν και να βελτιωθούν τα αποτελέσματα.
Αυτές οι μορφές μηχανοποίησης υπήρχαν πριν το καπιταλισμό, αλλά σε διαφορετικό βαθμό, και μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι η πρωτόγονη συσσώρευση, πρότερη του καπιταλισμού έκανε δυνατή την εξέλιξη του, με τις κοινωνικές συνέπειες που σήμερα μπορούμε να αντιληφθούμε.

Τα αποτελέσματα αυτών των διαδικασιών επηρεάζουν άμεσα τόσο τον άνθρωπο όσο και τα υπόλοιπα ζώα. Ό,τι είναι για τους ανθρώπους σχολείο /εργοστάσιο/φυλακή αντίστοιχα για τα ζώα είναι σφαγεία και εργαστήρια. Και τα οφέλη αυτών των φυλακών ζώων (με τους αντίστοιχους θανάτους, βασανιστήρια, πειράματα) πηγαίνουν στα χέρια των κυρίαρχων ,είτε σαν άμεσο οικονομικό όφελος είτε σαν γνώσεις με στρατιωτικές ή κοινωνικές εφαρμογές.

Και για να μην αποσυντεθεί το σύστημα έχουν καταφέρει να το ανανεώνουν οι ίδιοι οι καταπιεσμένοι από αυτό, μέσω της κατανάλωσης. Αυτό βέβαια δεν συμβαίνει αποκλειστικά στο ζήτημα των ζώων, αλλά είναι μια ευρύτερη στρατηγική, η οποία εφαρμόζεται και σε αυτή την περίπτωση. Το τεχνολογικό επίπεδο των σημερινών κοινωνιών (με μια τεχνολογία που προφανώς ελέγχουν οι πράκτορες της εξουσίας) βοηθάει στην επιτυχία αυτής της διαδικασίας και καταστρέφει την ισότητα των πρωτογόνων κοινοτήτων.

Σχετικά με την αναγκαιότητα (ή όχι) της εκμετάλλευσης των ζώων

Εξ αιτίας της μακριάς παράδοσης εκμετάλλευσης ζώων ανάμεσα στους ανθρώπους, είναι δύσκολο να σκεφτούμε πως μπορούμε να λειτουργούμε αλλιώς, και επί πλέον κάποιοι θα τρελαίνονταν μόνο με τη σκέψη «ελεύθερων ζώων» (με την έννοια αντικειμένων στην υπηρεσία των ανθρώπων).

Μια πλειοψηφία του κόσμου συμφωνεί με το ότι τα πειράματα σε εργαστήρια είναι μια αποτρόπαια πράξη και πρέπει να σταματήσουν. Γενικότερα ο κόσμος καταλαβαίνει ότι η μαζική παραγωγή κρέατος, ή οι φάρμες με κότες κ.α., αποτελούν μέρος της καπιταλιστικής κτηνωδίας, και πρέπει να κρατάμε μια απόσταση απέναντι σε αυτές τις μορφές εκμετάλλευσης. Σχετικά με τη διατροφή, ο κόσμος συμφωνεί ότι δεν είναι «σωστό» να τρώμε κρέας με το μαζικό τρόπο που, ας πούμε, γίνεται στην ελληνική κοινωνία, τόσο για τα σχετικά με τα σφαγεία κ.α., όσο και για λόγους υγιεινής. Ο κόσμος αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει ένας προβληματισμός και ότι ίσως θα έπρεπε να γίνει κάτι σχετικά με αυτό. Όμως προτιμάει να μην ξέρει και πολλά, ή να κάνει ότι δεν βλέπει πόσο σύνθετο είναι το ζήτημα. Δηλαδή, από μια «ηθική» άποψη πολλοί θα συμφωνήσουν να δεχτούν το πρόβλημα, αλλά αυτό δεν τελειώνει εκεί, και οι πιθανές λύσεις απαιτούν μια ανάλυση και μια στάση πιο πολιτικοποιημένη.

Στον σύγχρονο πολιτισμό, μέσα στη αυξητική διαδικασία παγκοσμιοποίησης των δημοκρατικών-καπιταλιστικών μοντέλων, οι πιο ακραίες μορφές εκμετάλλευσης μπορούν να αποτελούν εύκολο στόχο κριτικής, μα πρέπει να δούμε το ζήτημα ανάλογα με το τι συμβαίνει και σε άλλα επίπεδα. Δηλαδή, αν συγκρίνουμε τις μορφές εκμετάλλευσης σε μιά μητρόπολη και σε μια επαρχιακή περιοχή, γίνεται φανερό ότι οι διαφορές στην ποσότητα και στην ποιότητα είναι πολυάριθμες. Όμως αυτό, σημαίνει ότι πρέπει να υποστηρίζουμε αυτές τις παραδοσιακές μορφές εκμετάλλευσης; Και επίσης, τι γίνεται όταν αυτές οι «παραδόσεις» γίνονται ρεκλάμα, μια εναλλακτική λύση απέναντι στα καινούργια μοντέλα πάντα όμως μέσα στη λογική του κέρδους, της κατανάλωσης κ.α.;

Για να αξιολογήσουμε αυτό τον προβληματισμό πιο συγκεκριμένα, ας συγκεντρωθούμε στο παράδειγμα της διατροφής. Μέσα σε μια πόλη όπως η Αθήνα η διατροφή βασίζεται είτε στα σουπερ-μάρκετ είτε στην προσφορά των πολυαρίθμων σημείων fast-food, με λιγότερη σημασία των λαϊκών αγορών κ.α. Τα διάφορα προϊόντα και υποπροϊόντα ζώων που βρίσκουμε στα σούπερ-μάρκετ είναι ο τελευταίος κρίκος της αλυσίδας του καπιταλιστικού μηχανισμού, με συσκευασίες που μας κρύβουν όλη την βαρβαρότητα που υπάρχει στα παρασκήνια της παραγωγής, για να μην προβληματιστεί ο «ευτυχής καταναλωτής». Παρόμοια είναι η κατάσταση με τα σουβλατζίδικα, goodys κ.α. Ωστόσο υπάρχει κάποια συνείδηση πως δεν είναι το ίδιο να καταναλώνεις κρέας από ένα σούπερ-μάρκετ με το να το αγοράσεις σε ένα χωριό, με μια πιο παραδοσιακή διαδικασία εκμετάλλευσης. Από την άλλη πλευρά είναι επίσης θέμα για συζήτηση σε πιο βαθμό παραμένουν οι παραδοσιακές μορφές εκμετάλλευσης.

Ένα άλλο παράδειγμα, επίσης σχετικό με τη διατροφή, είναι αυτό των λαϊκών παραδόσεων, δηλαδή, οι διάφορες τελετές, πανηγύρια στις οποίες η κατανάλωση κρέατος είναι «υποχρεωτική» πράξη. Εδώ υπάρχει το ρίζωμα της παράδοσης και η πλήρης απουσία κριτικής. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τι υποστηρίζεται; Η παράδοση ή η κατανάλωση κρέατος σαν μορφή διασκεδαστικής κοινωνικοποίησης; Και αν είναι απλά για την απόλαυση, είναι λογικό από την μιά να υπερασπίζεται κανείς αντιεξουσιαστικές, αντιιεραρχικές διαδικασίες και από την άλλη να μην έχει πρόβλημα να καταπιέσει ένα άλλο ζώο μόνο και μόνο γιατί του αρέσει;

Για εμάς το ζήτημα του τρόπου διατροφής δεν είναι προταγματικό, ωστόσο θεωρούμε ότι πρέπει να τεθούν κάποιοι προβληματισμοί. Ο άνθρωπος είναι παμφάγος από την φύση του, που σημαίνει ότι ο οργανισμός του είναι ικανός να αφομοιώνει όλα τα είδη τροφών. Εδώ μπαίνει το ζήτημα αν αυτή η συνθήκη σημαίνει ότι είναι αναγκαίο να τρώει από όλα για να είναι υγιής ή ότι είναι ικανός να παίρνει όλα τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά καταργώντας ένα είδος τροφής όπως για παράδειγμα το κρέας. Είναι ζητήματα όμως για τα οποία δεν υπάρχουν ομοφωνίες και όπως δηλώσαμε, δεν είναι ένα πρόταγμα που μας απασχολεί. Και αυτό για το απλό γεγονός ότι η επιλογή μιας μορφής διατροφής δεν είναι πάντα μια ένδειξη για κάτι. Δηλαδή μπορεί κάποιος να είναι χορτοφάγος και να μην αγωνίζεται ενάντια στο Κεφάλαιο, στους μηχανισμούς του ή σε οποιαδήποτε μορφή εξουσίας (μπορεί να το κάνει για γευστικούς λόγους, για life-style κ.α.), και μπορεί κάποιος να είναι παμφάγος και να έχει μια συνείδηση και να είναι συνεπής σχετικά με τα ζώα.

Σημαντικότερο όμως απ αυτά είναι για εμάς το ζήτημα του σπεσισισμού. Η αντίληψη δηλαδή ότι ο άνθρωπος είναι ανώτερος από τα υπόλοιπα ζώα, και ότι αυτή η «ανωτερότητα» τον νομιμοποιεί να κάνει κατάχρηση πάνω σε αυτά μέσα από διαδικασίες εμπορευματοποίησης, όπου οι ζωές θεωρούνται προϊόντα μέσα στον κόσμο των επιχειρήσεων και του κέρδους. Εκεί αρχίζει το πρόβλημα που ξεπερνάει το «ηθικό» και γίνεται πολιτικό, με την έννοια ότι κάθε άτομο αναπαράγει στον εαυτό του τις λογικές του κυρίαρχου συστήματος, στο οποίο έχει προηγουμένως υποταχθεί. Και αυτό παρεμποδίζει την πορεία των κοινωνικών αγώνων τόσο για πρακτικούς λόγους όσο και σχετικά με τις νοοτροπίες. Αν με αυτό το σκεπτικό δούμε το ζήτημα της διατροφής, θα λέγαμε ότι τρώμε για να ζούμε, δεν ζούμε για να τρώμε και επομένως μια πρόταση πάνω σε αυτό θα ήταν να αναζητήσουμε μορφές αυτοδια